Τον μακρινό μας πια Νοέμβριο του 2016, είχε ειπωθεί μια ιστορία μέσω της New York Times με τον ισχυρισμό πως πολλά τηλέφωνα της αγοράς με λειτουργικό σύστημα Android εν αγνοία των χρηστών στέλνουν τα προσωπικά τους δεδομένα σε διακομιστές στην Κίνα. Το λογισμικό, που δημιουργήθηκε από την Shanghai Adups Technology Company, είναι σε εκατοντάδες εκατομμύρια ενεργές συσκευές Android. Μεταξύ των κατασκευαστών των οποίων τα τηλέφωνα είχαν εγκατεστημένο αυτό το λογισμικό ήταν η Huawei και η ZTE που φέτος πραγματικά έχουν ενισχυμένη παρουσία στην διεθνή αγορά. Αλλά ένας τρίτος κατασκευαστής που ίσως δεν έχετε ακούσει ποτέ και βρίσκεται στο Μαϊάμι της Φλόριντα, είναι η είναι BLU Products.
Εκείνη την χρονιά (το 2016), ο συνιδιοκτήτης και διευθύνων σύμβουλος της BLU, Samuel Ohev-Zion, είπε ότι δεν γνώριζε ότι το λογισμικό Adups ήταν στα τηλέφωνα της εταιρείας του (κάτι που πρέπει να ομολογήσουμε ότι είναι δύσκολο να πιστέψουμε). Ο ίδιος είχε επιβεβαιώσει πως αφαίρεσε το κακόβουλο software από τις συσκευές τους, όμως μόλις τον Ιούλιο του 2017 εντοπίστηκαν και πάλι BLU συσκευές με το ίδιο κακόβουλο αρχείο, άρα κάποιος δεν τηρεί τις υποσχέσεις του…
Την περασμένη εβδομάδα, η FTC ανακοίνωσε ότι είχε φτάσει σε μια συμφωνία με την BLU και Ohev-Zion. Ως μέρος της συμφωνίας, ορίστηκε πως η BLU όφειλε να εφαρμόσει ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ασφάλειας δεδομένων για να αποτρέψει την άνευ αδείας πρόσβαση των προσωπικών πληροφοριών των καταναλωτών και να αντιμετωπίσει τους κινδύνους ασφαλείας που σχετίζονται με τα τηλέφωνα BLU. Το Δελτίο Τύπου που εξέδωσε το αρμόδιο ρυθμιστικό γραφείο στις 30/4, περιέγραφε πως τα κινητά της BLU κατέγραψαν και μετέφεραν δεδομένα θέσης σε πραγματικό χρόνο, ιστορικό κλήσεων, επαφές και μηνύματα.
Η FTC σημειώνει ότι η BLU επέτρεψε στο λογισμικό Adups να παραμείνει σε παλαιότερα μοντέλα Ο οργανισμός δήλωσε ότι ως εκ τούτου, η εταιρεία επέτρεψε στο λογισμικό υποκλοπής να συνεχίσει να συλλέγει δεδομένα καθώς δεν κατάφερε να χρησιμοποιήσει “επαρκή εποπτεία”. Η BLU τώρα υπόκειται σε τρίτη αξιολόγηση του προγράμματος ασφαλείας κάθε δύο χρόνια για συνολικά είκοσι χρόνια.
[via]