Τα ανοικτά δεδομένα στην Ελλάδα μπορούν να δημιουργήσουν επιπλέον 3,2 δισ. ευρώ ΑΕΠ, πάνω από 1.000 θέσεις εργασίας και περίπου 12 δισ. σωρευτικά οφέλη εντός 5 ετών από το πραγματικό άνοιγμά τους, βάσει των εκτιμήσεων του ΣΕΒ.
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Βιομηχανικών Ελλάδος η υιοθέτηση του Ν4305/2014 για την ανοικτή διάθεση και περαιτέρω χρήση εγγράφων, πληροφοριών και δεδομένων του δημόσιου τομέα έχει φέρει μέχρι στιγμής φτωχά αποτελέσματα στη χώρα μας λόγω περιορισμένης ανταπόκρισης των δημόσιων οργανισμών και έλλειψης σαφούς στρατηγικής από την πλευρά της Πολιτείας.
Η φιλόδοξη προσπάθεια που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας με τη «Διαύγεια» έμεινε στη μέση και φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί. Κι όμως τα ανοικτά δημόσια δεδομένα, ως υποσύνολο των μεγάλων δεδομένων (big data), αποτελούν βασικό πυλώνα του ψηφιακού μετασχηματισμού κράτους και οικονομίας. Μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, σε νέες θέσεις εργασίας, στη μείωση κόστους και διοικητικών βαρών, στην εξοικονόμηση πόρων, στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών προς πολίτες και επιχειρήσεις μέσω της τυποποίησης διαδικασιών και της αξιολόγησής τους από το κοινό και εν τέλει στη διαφάνεια.
Η ΕΕ υπολογίζει ότι το μέγεθος της αγοράς ανοικτών δεδομένων αναμένεται να αυξηθεί κατά 37% μέχρι το 2020, φθάνοντας σε 75,7 δισ., με το συσωρευτικό μέγεθος στα 325δισ. Εάν σε αυτό προσθέσουμε τα έμμεσα οικονομικά οφέλη από νέα αγαθά και υπηρεσίες, εξοικονόμηση χρόνου, αποτελεσματικότητα στη δημόσια διοίκηση, λήψη καλύτερων αποφάσεων, τότε το συνολικό μέγεθος της αγοράς εκτιμάται στα 1,2 τρίσ. περίπου. Ήδη πολλές Ευρωπαϊκές πόλεις έχουν αναβαθμίσει αισθητά την ποιότητα ζωής των κατοίκων τους στους τομείς των μεταφορών, της ασφάλειας, της ενεργειακής εξοικονόμησης, της εκπαίδευσης κοκ, ανοίγοντας με συστηματικό τρόπο τα δεδομένα που έχουν στη διάθεσή τους σε μηχανικούς εφαρμογών.
Όμως η Ελλάδα απέχει σημαντικά από τις ευκαιρίες αυτές. Παρουσιάζει πτώση της βαθμολογίας της σε σχέση με το 2014 στη χρήση ανοιχτών δεδομένων, από τις 40,79 μονάδες, πλέον στις 38,94 στο Βαρόμετρο Ανοικτών Δεδομένων (ODB). Χαρακτηριστική είναι η υστέρηση σε γεωγραφικά δεδομένα, χάρτες και στοιχεία του Κτηματολογίου, δεδομένα για τις δημόσιες συμβάσεις, την νομοθεσία, τις εκλογές, το εμπορικό μητρώο, το περιβάλλον, τα δρομολόγια των μέσων μαζικής μεταφοράς, κτλ. Χώρες ανταγωνιστικές της Ελλάδας, όπως η Ιρλανδία (βαθμολόγηση ODB: 47,4), η Σλοβακία (44,9) η Πορτογαλία (41,9), η Ιταλία (55,9), το Ισραήλ (46,3) προχωρούν με ταχύτερους ρυθμούς.
Όπως προστίθεται από τον ΣΕΒ παρά τη διαθεσιμότητα ανθρώπινου δυναμικού με ψηφιακές δεξιότητες υψηλού επιπέδου, η Ελλάδα χρειάζεται ρεαλιστικά βήματα και σαφή στρατηγική για την ανοιχτή διάθεση της πληροφορίας και την αναβάθμιση των συστημάτων προστασίας και ασφάλειας των προσωπικών δεδομένων που έχει στη διάθεσή του το ελληνικό κράτος από κυβερνοαπειλές. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη στιγμή που μεγάλο μέρος του ιδιωτικού τομέα υποχρεώνεται να συμμορφωθεί με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων (GDPR), το Ελληνικό Δημόσιο δεν διαθέτει ακόμη πολιτική για το ζήτημα αυτό.
Ο ΣΕΒ προτείνει έξι απαραίτητες παρεμβάσεις σε αυτή τη κατεύθυνση:
- Παρέμβαση 1η: Προσδιορισμός τομέων προτεραιότητας
- Παρέμβαση 2η: Διασύνδεση βασικών μητρώων με την εθνική πύλη ανοικτών δεδομένων
- Παρέμβαση 3η: Τυποποίηση, αξιοπιστία και ασφάλεια δεδομένων
- Παρέμβαση 4η: Αξιοποίηση των δεδομένων προς όφελος των πολιτών και επιχειρήσεων
- Παρέμβαση 5η: Αναβάθμιση της λειτουργικότητας του αποθετηρίου
- Παρέμβαση 6η: Διακυβέρνηση και ευαισθητοποίηση
[via]