Η πρώτη μεγάλη ταινία της χρονιάς για τους ελληνικούς κινηματογράφους αποτελεί ένα σύγχρονο western με μία εμφανέστατη διάθεση ρεαλιστικού δράματος μέσω γνωστών ηθοποιών και μεστού σεναρίου. Μία δύσκολη ταινία έρχεται στις οθόνες..
Στο σύγχρονο Τέξας, δύο αδέλφια, ένας πρών υπόδικος (Ben Foster) και ένας φρεσκοχωρισμένος με παιδιά (Chris Pine), ενώνονται μετά απο καιρό για να σώσουν το πατρικό τους ράντζο, διαπράττοντας μία σειρά απο στοχευμένες ληστείες τραπεζών. Την ίδια ώρα, δύο παλιές καραβάνες της αστυνομίας (και του κινηματογράφου), τους κυνηγούν και το θέμα γίνεται-σχεδόν- προσωπικό. Η υπόθεση είναι απλή και μάλλον αυτό την κάνει πετυχημένη, η πλοκή αργή αλλά δεν χάνει την πτυχή της αγωνίας. Το σύνολο των σκηνών κινείται στο πλαίσιο της ανάδειξης της πραγματικότητας σε μία ατμόσφαιρα που βαραίνει απο το δράμα της ζωής, το οποίο διακόπτεται ευχάριστα απο τις ληστείες με το επακόλουθο πιστολίδι και το χρώμα των χαρακτήρων.
Η αποτύπωση της σύγχρονης Αμερικάνικης πραγματικότητας στην επαρχία των Μεσοπολιτειών αποτελεί την πρώτη και τελευταία αναφορά της ταινίας: μία ακμάζουσα παρακμή σε μία κοινωνία που φαινομενικά αργοπεθαίνει αλλά στην πραγματικότητα σέρνεται στον χρόνο αιώνια. Αυτή την μεριά της Αμερικής που έβαλε τον Τράμπ στον Λευκό Οίκο αποτελεί το γενικό φόντο μίας κατάστασης που συγκεκριμενοποιείται στα δύο αδέλφια: Χρεοκοπημένα, μπλεξίματα με τον νόμο και αναλαμπές ηθικών αναστολών υπό το πρίσμα της Προτεσταντικής ηθικής.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ηθοποιοί παίζουν καλά τον ρόλο τους με σημείο αναφοράς τον «σερίφη» Jeff Bridges (ποιός άλλος εκτός απο αυτόν;), ο οποίος προσπαθεί να δημιουργήσει έναν ρόλο πρότυπο και το καταφέρνει μέχρι ενός σημείου ενώ δίπλα του βρίσκεται βοηθός ο Gil Birmingham, ο οποίος προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στο παλιό & νέο πρόσωπο της αστυνομίας. Αυτή η αντίθεση, όπως και η προσπάθεια των δύο αδελφών να ανακτήσουν την, γεμάτο παιδικές αναμνήσεις, πατρογονική τους γή απο τις τράπεζες, προσθέτει μία σωρό συμβολισμών για το παλίο που πεθαίνει(;) και το νέο που παλεύει να κυριαρχήσει & την κατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων χρεοκοπημένων μικρομεσαίων στην Αμερικάνικη γή και όχι μόνο.
Αν αναρωτηθεί κάποιος, ποιός ήταν ο προορισμός αυτής της τόσο παράξενης αλλά γοητευτικής ταινίας, εύκολα θα απαντούσε ότι ο δημιουργός προσπάθησε να κατασκευάσει ένα αριστούργημα του είδους κι έτσι «έριξε» όλα όσα χρειάζονται: μία ποιότητα, ρεαλισμό, δράμα (φυσικά), χαρακτήρες, ποίκιλες αναφορές και σενάριο ενδιαφέρον με την απαραίτητη αργόσυρτη πλοκή. Έχει, λοιπόν, πολλά στοιχεία που συγκλίνουν προς αυτόν τον χαρακτηρισμό αλλά η ένταξή του στο πάνθεον του κλασικού αριστουργηματικού τοπίου υπήρξε μάλλον αυτοσκοπός για τον δημιουργό κι έτσι δεν απελευθέρωσε τις τελευταίες, ελάχιστες απαραίτητες δυνάμεις για να το πετύχει. Σέρνεται λοιπόν ανάμεσα στο αριστούργημα και το «πολύ καλό». Αλλά αυτά είναι ίσως τεχνικά ζητήματα. Η ταινία αποτελεί ύμνο στο γενικό και προσωπικό δράμα μιας Αμερικής, μιας κοινωνίας που πάει να πεθάνει και δεν πεθαίνει ποτέ. Όπως το λέει και ο τίτλος, σε μία άρρωστη κατάσταση ανάμεσα στην Κόλαση και την πλημμύρα.