Μια συναισθηματικά δυνατή ταινία έφτασε στην μεγάλη οθόνη, καταφέρνοντας να ακουμπήσει πληθώρα κοινωνικών ζητημάτων. Θα καταφέρει όμως να αγγίξει και τον θεατή;
Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, το φίλμ εξιστορεί με τρόπο ευχάριστο αλλά και μεστό, την ιστορία τριών -άγνωστων στο ευρύ κοινό- έγχρωμων γυναικών που δούλευαν σε διαφορετικά πόστα στην NASA την δεκαετία των 60s και συνεισέφεραν με θεμελιώδη τρόπο στην αποστολή των πρώτων Αμερικανών αστροναυτών στο διάστημα. Αυτή η παρέα των γυναικών μεγαλούργησε βάζοντας το σημαντικό τους λιθαράκι, σε ένα περιβάλλον (εργασιακό και κοινωνικό) ρατσιστικό και δύστροπο, τόσο για το χρώμα του δέρματός τους όσο και για το ότι ήταν γυναίκες! Αυτονόητα εξιστορείται με αληθινές μαρτυρίες, η Αμερικανική προσπάθεια προσέγγισης του διαστήματος δίπλα σε ιστορικά πρόσωπα.
Τί να αναφέρουμε για τους ηθοποιούς; Πέρα απο την μαγεία της ίδιας της ιστορίας, κατάφεραν να μαγέψουν και τα μάτια μας. Οι Taraji P. Henson, Octavia Spencer και Janelle Monáe, υποδυόμενες τις αφανείς ηρωΐδες έπαιξαν τον ρόλο τους με τρόπο εμπνευσμένο, ίσως και ρομαντικό αλλά ρεαλιστικό εκεί που οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Ο δε Kevin Costner, ως ο γνωστός Al Harisson, επικεφαλής των διαστημικών ερευνών, υποδύθηκε έναν απο τους καλύτερους β-ρόλους του. Όμως ολόκληρο το κάστ των ηθοποιών (οικογένεια, εργαζόμενοι & ιστορικά πρόσωπα) είχε μία καρτουνίστικη πιστότητα που ενοχλεί μόνο τις τεχνικές λεπτομέρειες διότι παρέδωσαν ένα μάθημα υποκριτικής σε πλαίσιο ιστορικού background. Την ίδια στιγμή, η πραγματική ιστορία των προσπαθειών των ΗΠΑ προς την κατάκτηση του διαστήματος και οι αστροφυσικές-μαθηματικές γνώσεις που αραδιάζονται, αποδίδονται με τέτοια απλότητα που όχι μόνο δεν κουράζει αλλά προκαλεί το ενδιαφέρον για βαθύτερη γνώση των αντικειμένων.
Ωστόσο, η ταινία είχε να δείξει πολλά περισσότερα. Περιγράφει με μελανά χρώματα τον φυλετικό-και όχι μόνο-ρατσισμό έναντι των έγχρωμων ανθρώπων κυρίως στο εργασιακό περιβάλλον της NASA. Παρά το μορφωτικό επίπεδο, παρά την εποχή, παρά την θέση και τους στόχους τους, ο ρατσισμός ήταν εκεί και ισχυρός. Όπως ισχυρό ήταν και το μήνυμα κατά των διακρίσεων. Η νοηματική προσέγγιση λοιπόν έγινε με τρόπο που αποτυπώνει στον νού του θεατή πόσο άσχημος είναι ο ρατσισμός σε κάθε έκφανσή του, παρά τις όποιες πινελιές λαμπερού Hollywood που διαρκώς φώτιζαν την σάπια ατμόσφαιρα. Παράλληλα, εμπεδώνει στον οπτικό παρατηρητή οτι αυτός ο ρατσισμός είναι πολυδιάστατος και κρύβεται σε κάθε πτυχή της ζωής, διότι ακριβώς αποτελεί ζήτημα αμιγώς κοινωνικό. Οι τρείς γυναίκες, δηλαδή, μπορεί να υπήρξαν άγνωστες στους πολλούς, αφανείς, αλλά ήταν σωστές ηρωΐδες για την συμβολή και τους αγώνες τους σε πολλά πεδία της εξέλιξής μας.
Έτσι, η ταινία προχωρά ακόμα παρακάτω και φροντίζει να δείξει με τρόπο ορθό τον αγώνα των γυναικών αυτών για την προσωπική τους ανέλιξη, έναν αγώνα που εν τέλει καταφέρεται κατά των όποιων διακρίσεων. Αγώνας, πίστη και επιμονή χρειάζεται για όλους τους στόχους του βίου μας, διαφορετικά δεν επιθυμείς κάτι πραγματικά. Τέλος, το «στυλιζαρισμένο» μοτίβο που φρόντισε να διαχύσει απλόχερα το Hollywood συμπληρώνεται απο μία εξαίσια μουσική επιλογή που μόνο απαρατήρητη δεν περνά.
Τελικά το φίλμ αποτελεί έναν ύμνο στην αέναη προσπάθεια του ανθρώπου για βελτίωση του ίδιου και της κοινωνίας του μέσα απο μία αληθινή ιστορία τριών γυναικών και μίας ολόκληρης χώρας για φαινομενικά άπιαστα όνειρα. Ωραίο περιβάλλον με σκοτεινές πτυχές, ευήκοη μουσική πλαισιωμένη απο σκληρά λόγια, επιστημονικοί λόγοι δίπλα σε αναχρονιστικές αντιλήψεις και ένα βλέμμα διαρκώς υψωμένο στον ουρανό ακριβώς δίπλα σε κατώτατα ένστικτα. Μόνο να κερδίσετε έχετε απο αυτή την ταινία: λίγη ιστορία, λίγη επιστήμη, λίγο στύλ, λίγη παρότρυνση να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι και να μην τα παρατάμε ποτέ όταν ο στόχος μας είναι ευγενής και μετουσιώνει το εγώ μας. Διότι στην τελική, ο αφανής είναι ο αληθινός ήρωας της ιστορίας.